- επίκτηση
- η (AM έπίκτησις) [κτώμαι]νεοελλ.ιδιότητα φυτικών κυττάρων να απορροφούν ηλεκτροθετικά ιόντα (κάλλιο κ.λπ.) ακόμη και όταν τά περιέχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα απ’ όση στο εξωτερικό περιβάλλοναρχ.-μσν.πρόσθετο κέρδος.
Dictionary of Greek. 2013.