επίκτηση

επίκτηση
η (AM έπίκτησις) [κτώμαι]
νεοελλ.
ιδιότητα φυτικών κυττάρων να απορροφούν ηλεκτροθετικά ιόντα (κάλλιο κ.λπ.) ακόμη και όταν τά περιέχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα απ’ όση στο εξωτερικό περιβάλλον
αρχ.-μσν.
πρόσθετο κέρδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπικτήσῃ — ἐπικτήσηι , ἐπίκτησις further acquisition fem dat sg (epic) ἐπικτάομαι gain aor subj mp 2nd sg (attic ionic) ἐπικτάομαι gain fut ind mp 2nd sg (attic ionic) ἐπικτάομαι gain aor subj mid 2nd sg ἐπικτάομαι gain fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”